- συνασφαλιστής
- ο , συνασφαλίστρια η1) состраховщи|к, -ца; 2) тот,, кто страхует что-л, частично
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνασφαλιστής — ο, θηλ. συνασφαλίστρια Ν [συνασφαλίζω] (για ασφαλιστική εταιρεία) αυτός που από κοινού με άλλον ασφαλίζει κάποιον … Dictionary of Greek